Βουτιά στα βαθιά
Πως είναι να μπορείς να αφήσεις πίσω ότι σε πλήγωσε; Που πάει αυτό το συναίσθημα της πικρίας και αυτό το τραύμα; Χάνεται; Μετουσιώνεται; Είναι θέμα χρόνου ή θέμα συνθηκών; Μπορείς να το αποφύγεις; Μπορείς να το ξεχάσεις;
Ο φόβος της εγκατάλειψης, ο φόβος της απόρριψης και ο φόβος της ελευθερίας…
Θυμάμαι ένα κορίτσι, γύρω στα πέντε, μιλούσε καθαρά, καθαρά σαν ενήλικας. Δεν ήθελε να φύγει από την μάνα του και να πάει στο σχολείο. Μην με αφήσεις της έλεγε, μην με αφήσεις μόνη μου.
Λίγα πράγματα θυμάμαι, αλλά η εικόνα της ήταν αρκετή. Θα μου μείνει… Είχε μια απορία και μια απόγνωση στο βλέμμα. Κρεμιόταν από την αύρα της μάνας της. Και μετά έφυγε… Που πήγε αυτή η βουβή της πικρία; Έφυγε; Ξεχάστηκε; Κόλλησε με άλλες; Δεν ξέρω… Αναρωτιέμαι και θυμάμαι.
Είμαστε αναγκασμένοι συνεχώς να αφήνουμε πίσω κάτι για να εξελιχθούμε. Για να έχουμε χώρο να μεγαλώσουμε, να έχουμε χώρο για το νέο. Το παλιό, αυτό που φεύγει, δεν φεύγει ποτέ, είναι εκεί αφημένο, είτε ψηλά είτε χαμηλά, αλλά είναι εκεί. Σαν ένα κοχύλι που βρήκες το καλοκαίρι. Το πήρες μαζί σου, σπίτι σου, για να θυμάσαι, για να θυμάσαι αυτήν την ανάμνηση.
Η μνήμη μας λειτουργεί παράξενα, πολλές φορές απωθεί γεγονότα για να μπορεί να δημιουργήσει μια άμυνα στο εγώ, ώστε να μπορούμε να επιβιώσουμε. Για αυτές τις μνήμες μιλώ. Για αυτές που δεν θυμάσαι…
Είναι εκεί, μια μυρωδιά, μια λέξη, μια εικόνα και η ανακίνηση των συναισθημάτων, επαναφέρει αυτό που ξέχασες, χωρίς λέξεις, χωρίς σκέψεις, αυτά δεν βοήθησαν ποτέ, εδώ βοηθά μόνο το βίωμα, το πρωτόγνωρο βίωμα.
Είχα δύο σκάλες να ανέβω, δύο μαζί… Αυτή της ανάμνησης και αυτή της δύναμης και ελευθερίας. Δύο ήταν οι σκάλες, πάντα δύο….
Αφιερωμένο στην Μ.