Ο φανατισμός είναι μία παράλογη πεποίθηση η οποία πρεσβεύει ότι ένα πιστεύω είναι η απόλυτη αλήθεια. Παράλληλα όσοι δεν ασπάζονται το συγκεκριμένο πιστεύω είναι εχθροί, αντίπαλοι και τους αξίζει μόνο το μίσος και στις χειρότερες περιπτώσεις ο θάνατος. Όπως δυστυχώς συνέβη στην χώρα μας, στη Θεσσαλονίκη προ λίγων ημερών, με θύμα ένα αγόρι 19 ετών. Στο φανατικά αυτά πιστεύω, που ειδικά εδώ στο συγκεκριμένο περιστατικό μιλάμε για οπαδική βιαιότητα, συναντάται αυτή η αρρωστημένη εμμονή και προσκόλληση σε μία αθλητική ομάδα με την έξαρση φαινομένων οπαδικής βίας και επιθέσεων.
Υπάρχουν πολλά είδη φανατισμού. Εκείνα που μας απασχολούν πιο πολύ στην σημερινή εποχή και έχουν πάρει μια βίαιη μορφή είναι ο θρησκευτικός και ο αθλητικός φανατισμός ιδίως στο ποδόσφαιρο.
Ο φανατισμός καλλιεργείται από μικρές ηλικίες, φανατικοί πιστοί γαλουχούν νέους φανατικούς πιστούς , επειδή θέλουν ο φανατισμός να συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Η προσκόλληση σε κάθε λεπτομέρεια και πιστεύω ενός δόγματος, η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι είναι η απόλυτη αλήθεια και όσοι δεν την ασπάζονται είναι κακοί, εχθροί και αξίζουν θάνατο είναι πεποιθήσεις που ριζώνονται σε ανθρώπους από μικρή ηλικία κιόλας.
Ο φανατισμός είναι έγκλημα μίσους που οφείλεται στην άγνοια, στην έλλειψη επιστημονικής επάρκειας και στο μίσος για τη διαφορετικότητα. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι όπου καλλιεργείται ο φανατισμός, συναντάται και πόλεμος απέναντι στη μόρφωση και την αύξηση του μορφωτικού επιπέδου, όπως και η εχθρότητα απέναντι στη διαφορετική γνώμη και πεποίθηση. Ο φανατικός νομίζει ότι η βία ή η πρόκληση θανάτου θα του εξασφαλίσει ανταμοιβή ,ουράνια και επίγεια, πιστεύει ότι εκείνη τη στιγμή επιτελεί ένα έργο και ότι έχει κληθεί κιόλας για αυτό. Στο μυαλό του υπάρχει σύγχυση σε ηθικές αξίες.
Στους περισσοτέρους από μας το μυαλό μας έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει μερικά πράγματα ή ιδέες, να κάνει λάθος και να αμφιβάλει όταν δέχεται κάποιες πληροφορίες αναρωτώντας εάν αυτές οι πληροφορίες είναι σωστές. Στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε αν αυτά τα πράγματα ή ιδέες που μας παρουσιάζουν κάποιοι είναι αλήθεια, αμφιβάλλουμε και ψάχνουμε να βρούμε περισσότερες πληροφορίες για να επιβεβαιώσουμε τα δεδομένα. Αν οι πληροφορίες που βρίσκουμε συμφωνούν με αυτά που μας έχουν πει συμφωνούμε, αλλιώς τα απορρίπτουμε. Η αμφιβολία και η κριτική σκέψη είναι το βασικό εργαλείο της αναζήτησης προς την αλήθεια.
Το φανατισμένο άτομο δεν αναζητεί την αλήθεια. Ακολουθεί κάποιες ιδέες που έχουν εισχωρήσει στο μυαλό του βρίσκοντας τις συναρπαστικές.
Ο εσωτερικός κόσμος του φανατικού είναι βαμμένος σε μαύρο και άσπρο πλαίσιο. Εάν ο εχθρός δεν υποχωρήσει ο φανατικός πρέπει να τον καταστρέψει. Ένας φανατικός σκέφτεται πως : ‘Αυτός που δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας.’
Ο φανατισμός πάντα συμπεριλαμβάνει μια έλλειψη ισορροπίας στη ζωή και στις σκέψεις του ατόμου. Μοιάζει σαν τον εθισμό!
Οι ιδεολογίες που χρησιμοποιούν οι φανατικοί είναι η δικαιολογία για τις υποκείμενες συμπεριφορές τους. Ο ζήλος τους για τους σκοπούς και τα πιστεύω που πρεσβεύουν είναι η αόρατη ασπίδα που έχουν επιλέξει ενάντια στο επώδυνο υπαρξιακό άγχος, άγχος που προκαλείται από την αμφιβολία, αβεβαιότητα, και αλλαγή και είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Σκέφτονται απόλυτα επειδή τέτοια σκέψη προσφέρει ψυχολογική ασφάλεια κατά του ψυχολογικού πόνου που αντιμετωπίζουν. Αυτή η στάση ζωής τους, τους βοηθάει να κρατήσουν το επώδυνο υπαρξιακό άγχος σε κάποια απόσταση.
Το φαινόμενο του χουλιγκανισμού δεν είναι νέο ούτε στην Μεγάλη Βρετανία. Ο όρος είχε εμφανιστεί στη Βρετανική λογοτεχνία στη δεκαετία του 1890 και φαίνεται να προέρχεται από τη λαϊκή κουλτούρα της εργατικής τάξης στο Λονδίνο και να υιοθετείται από ορισμένους νέους σε λαϊκές γειτονιές ως στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Ο όρος διαδόθηκε στην καθομιλουμένη Αγγλική μετά το θερμό καλοκαίρι του 1988 όταν στην διάρκεια των γιορτών των αργιών του Αυγούστου έλαβαν χώρα εκτεταμένα επεισόδια και μαζικές συλλήψεις νέων που κατηγορήθηκαν για παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, αλκοολισμό, επιθέσεις σε βάρος αστυνομικών, ληστείες σε δρόμους και βίαιες συγκρούσεις. Ο χουλιγκανισμός ταυτίστηκε με τις συμπεριφορές αυτών των ομάδων και συνδέθηκε στις εφημερίδες της εποχής με αλλότριες αξίες και πρακτικές που απειλούσαν τα κανονιστικά πρότυπα των ευυπόληπτων Βρετανών πολιτών. (Pearson 1997: 281).
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι κοινότητες φανατικών οπαδών αποτελούν χώρους πρόσκτησης κοινωνικών ταυτοτήτων για τους νέους. Ο φανατικός οπαδός είναι ένα άτομο αναγνωρίσιμο από τους άλλους οπαδούς, έχει στέκια, παρέες, σύμβολα αναφοράς και διαμορφώνει την αίσθηση μιας συλλογικής ταυτότητας, μιας φαντασιακής κοινότητας (Άντερσεν 2001) που εδράζεται σε ένα ιδιαίτερο αξιακό και συμβολικό σύστημα.
Το γήπεδο συνιστά ένα πεδίο δράσης στο οποίο διαμορφώνονται αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς. Οι αξίες που διαμορφώνονται στις κοινότητες των φανατικών οπαδών ποικίλουν. Στο πεδίο των γηπέδων από τη μια πλευρά σχηματίζονται συμπεριφορές που αποτυπώνουν μια διάθεση για συλλογικότητα, παρέα και κοινωνική δράση και μπορούν να δώσουν νόημα στις κοινωνικές αναζητήσεις του νέου και από την άλλη παρατηρούνται δράσεις που διαποτίζονται από πρότυπα βίας, επιθετικότητας, ανδροπρέπειας, σεξισμού, εθνικισμού και ρατσισμού (Spaaij 2005, Κing 1997).
Για την ερμηνεία του φαινομένου της βίας στα γήπεδα έχουν αναπτυχθεί ποικίλες, μερικές φορές αντικρουόμενες μεταξύ τους, θεωρίες. Στις πρώτες προσπάθειες επιστημονικής προσέγγισης του φαινομένου η εξήγηση που έτεινε να κυριαρχήσει ήταν μέσα από τους ψυχολογικούς όρους της επιθετικής προδιάθεσης ενός μικρού μέρους φανατικών οπαδών οι οποίοι μετέφεραν στο χώρο του γηπέδου την επιθετική τους συμπεριφορά, προϊόν κοινωνικών ματαιώσεων και ανεκπλήρωτων αναγκών (Stott & Reicher 1998: 353).
Τα πολιτισμικά πρότυπα της αποδοχή της επιθετικής συμπεριφοράς και η ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση εθνικιστικών στάσεων στους κόλπους των φανατικών οπαδών ενίσχυσε τα περιστατικά βίας. Οι αξίες του εθνικισμού, του ανδρισμού και του ρατσισμού αποτέλεσαν εκφραστικά πρότυπα μεγάλης μερίδας των φανατικών οπαδών. Ο αξιοσημείωτος βαθμός συμμόρφωσης και δέσμευσης σε αυτές τις αξίες και στις καθημερινές κοινωνικές τους πρακτικές αποτυπώνονται στα τραγούδια και τους ύμνους τους. Τα τραγούδια εξυμνούν την εικόνα του αρσενικού της ομάδας και διαβάλουν την αρρενωπότητα των άλλων (Ντάνιγκ 1998, King 1997).
Μια άλλη κοινωνιολογικού χαρακτήρα προσέγγιση τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα του φαινόμενου και δίνει έμφαση στην κουλτούρα των κοινοτήτων της εργατικής τάξης και στους τύπους των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνονται στο πολιτισμικό τους πλαίσιο. Αυτή η ανάλυση χρησιμοποιεί ερευνητικά δεδομένα για την προέλευση των φανατικών οπαδών που δείχνουν ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχεται από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα (Dunning et.al. 1991).
Το πρόβλημα του χουλιγκανισμού γεννιέται από μια σύνθετη αλληλόδραση διαφόρων παραγόντων ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις υλικές συνθήκες των χαμηλότερων στρωμάτων της εργατικής τάξης (ανεργία, χαμηλό μορφωτικό στάτους) που βιώνει ένα μεγάλος μέρος των φανατικών οπαδών, τη θέση των κοινοτήτων της εργατικής τάξης στην ευρύτερη κοινωνία και του τρόπου με τον οποίο αυτές αντιμετωπίζονται από την ευυπόληπτη κοινωνία (Dunning et.al. 1991).
Όπως αντιλαμβανόμαστε λοιπόν από τα παραπάνω, οι λειτουργίες του φανατισμού προσπαθούν να: προστατεύσουν το εσωτερικό παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας από τον ψυχικό πόνο, εφοδιάσουν το άτομο με μια αίσθηση ότι ανήκει (σε μια ομάδα ομοϊδεατών ανθρώπων) ,αντισταθμίσουν το αίσθημα της αποξένωσης και μοναξιάς, προμηθεύσουν μια δικαιολογημένη ηθικά υπεροχή, βοηθήσουν το άτομο να ξεπεράσει την έντονη ενοχή και ντροπή, προμηθεύσουν ένα σκοπό της ζωής σε ένα χαοτικό κόσμο.
Η διαμόρφωση ενός δικτύου κοινωνικής και συμβουλευτικής υποστήριξης αυτών των ατόμων μέσα από επαγγελματικές πρακτικές των κοινωνικών λειτουργών και ένα πλαίσιο ψυχολογικής βοήθειας και συμβουλευτικής από ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές και ψυχιάτρους, μπορεί να αναδείξει τον κοινωνικό χαρακτήρα του προβλήματος και να συμβάλει στην αυτοκατανόηση του φανατικού οπαδού ως μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας που δεν αποκλείει αλλά εντάσσει τη διαφορετικότητα.
Η καταπολέμηση του φανατισμού και των εγκλημάτων μίσους πρέπει να καταπολεμηθεί με καλλιέργεια των δημοκρατικών αντανακλαστικών, καλλιέργεια σεβασμού στη διαφορετικότητα από οικογένεια και σχολείο και μάλιστα από μικρή κιόλας ηλικία με την καλλιέργεια αποδοχής και σεβασμού στον άνθρωπο ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκεύματος, γλώσσας, σεξουαλικού προσανατολισμού. Η μόρφωση είναι το όπλο για την καταπολέμηση του φανατισμού και των παράλογων εγκλημάτων μίσους.
Μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου για οποιαδήποτε απορία ή ανησυχία σας, ώστε να δούμε το ζήτημα που σας απασχολεί μαζί! Δεν είστε μόνοι σας σε αυτό! Η βοήθεια είναι πάντα εκεί αρκεί να την ζητήσετε!
Σοφία Υφαντή, ΜΑ
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας - Ψυχοθεραπεύτρια
Κηφισιά & Παλλήνη Αττικής
Ντάνιγκ Ε., 1998, «Κοινωνικός δεσμός και βία στον αθλητισμό», στο, Ελίας Ν., Ντάνιγκ Ε., Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, Αθήνα, Δρομέας, 289-312.
Dunning E., Murphy P., Waddingtom I., 1991, “Anthropological versus sociological approaches to the study of soccer hooligans: some critical thoughts”, Sociological Review 39 (3), 459-78.
Handwerk, B. (n.d.). Sports riots: The psychology of fan mayhem. National Geographic. Retrieved from http://news.nationalgeographic.com/news/2005/06/0620_050620_sportsriots.html
Κing A., 1997, “The post-modernity of football hooliganism”, British Journal of Sociology, 48 (4), 576-593.
Spaij R., 2005, “Passion, politics and violence: a socio-historical analysis of Spanish Ultras”, Soccer and society 6(1), 79-96.
Κing A., 1997, “The post-modernity of football hooliganism”, British Journal of Sociology, 48 (4), 576-593.
Pearson P., 1997, Hooligans- A history of respectable fear, London, Macmillan
Ζani B., Kircher E., 1991, «When violence overshadows the spirit of sporting competition: Italian football fans and their clubs», Journal of Community and Applied Social Psychology, 1, 5-21.